Πέρασαν περίπου έξι χρόνια από τη στιγμή που η ελληνική οικονομία τέθηκε σε τροχιά ύφεσης και βρέθηκε σε μια εξαιρετικά δύσκολη καμπή. Ουδείς αμφιβάλει πως λάθη και αστοχίες του παρελθόντος, σε συνδυασμό με την κακή δημόσια διοίκηση και την αδυναμία ορθής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας, ευθύνονται για το υψηλό δημόσιο χρέος και το σοβαρό έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Για αυτό και σήμερα η Ελλάδα καλείται να αποδείξει εμπράκτως ότι δεν παραμένει προσκολλημένη σε ένα σύστημα το οποίο διασφαλίζει τα παλαιά κεκτημένα, αλλά αναζητά ένα καινούργιο που θα τη συμπαρασύρει στο δρόμο της ανάπτυξης.
Με υπεύθυνη διαχείριση, σχέδιο και έχοντας ως «φάρο» τις επόμενες γενιές, η παρούσα τρικομματική κυβέρνηση καλείται να αποδείξει ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να διαθέτει... σφυγμό.
Και επειδή πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού, ήρθε η ώρα ριζοσπαστικών τομών, ρηξικέλευθων προτάσεων και τολμηρών μεταρρυθμίσεων, πέρα και πάνω από το όποιο πολιτικό κόστος.
Με λίγα λόγια, ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τόσο ως κοινωνία, όσο και ως χώρα, δίνοντας παράλληλα ελπίδα στους Έλληνες πολίτες.
Διότι, ως γνωστόν, καμία μεγάλη αλλαγή δεν υλοποιήθηκε χωρίς όραμα για ένα καλύτερο μέλλον.
Πόσο μάλλον στην παρούσα συγκυρία, που όλα τα δεδομένα παραπέμπουν σε επανεξέταση του τρόπου λειτουργίας της οικονομίας και άπαντες αναγνωρίζουν ότι υπάρχει ανάγκη αναβάθμισης της δημόσιας διοίκησης και αλλαγής του μέχρι πρότινος εφαρμοζόμενου οικονομικού μοντέλου, το οποίο αποδεδειγμένα έχει αποτύχει.
Υπό αυτήν την οπτική γωνία η οικονομική κρίση που βιώνουμε αποτελεί, πέρα από ευκαιρία ανάπτυξης, πρόκληση ολικής ανασυγκρότησης της χώρας, προκειμένου να καταστήσουμε την πατρίδα μας πυλώνα επενδύσεων.
Με αυτόν τον τρόπο θα αποκτήσουμε μια οικονομία η οποία θα διαθέτει στέρεες βάσεις και το κυριότερο, θα προσφέρει ευκαιρίες.
Ευκαιρίες να επενδύσουμε στην εκπαίδευση και την καινοτομία, να στραφούμε στις νέες τεχνολογίες και να δημιουργήσουμε, επιτέλους, ένα κράτος πρότυπο για τη διασφάλιση του δημόσιου συμφέροντος και την εξυπηρέτηση των πολιτών.
Κάποιοι μπορεί να ισχυριστούν ότι πρόκειται για μια ουτοπία. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι η κρίση γεννά κάτι καινούργιο.
Άλλωστε, οι αλλαγές και οι ρήξεις με τις αγκυλώσεις του χθες δεν επιτυγχάνονται με τα «όχι» και την αναβλητικότητα, αλλά με τα μεγάλα «ναι».
Τα «ναι» που αλλάζουν το ρου μιας χώρας, «γεννούν» την ελπίδα και τερματίζουν λάθος νοοτροπίες και συμπεριφορές δεκαετιών.
Ένα τέτοιο «ναι» είπαν οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι, οι οποίοι αν και ξεκινούν από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, εντούτοις συμπεριέλαβαν στο κείμενο της προγραμματικής συμφωνίας θαρραλέες πολιτικές που δεν τόλμησε να τις διακηρύξει καμία αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση τα προηγούμενα 38 χρόνια.
Παρόμοιας σημασίας ήταν και το «ναι» του Πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, στην επανασύσταση του Υπουργείου Μακεδονίας και Θράκης, το οποίο φιλοδοξεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς στην οικονομική και πολιτική ζωή της Βόρειας Ελλάδας.
Στόχος τόσο του Πρωθυπουργού όσο και δικός μου, είναι το νέο ΥΜΑΘ να αποτελέσει εφαλτήριο ανάπτυξης, ώστε σύντομα οι Έλληνες πολίτες να δουν το ποτήρι... μισογεμάτο και να πεισθούν ότι οι θυσίες τους δεν πήγαν χαμένες.
Εν κατακλείδι ναι, η κρίση μπορεί να αποτελέσει ευκαιρία για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας. Αρκεί, φυσικά, να παραδειγματιστούμε από τα λάθη μας και να μην παραμείνουμε εγκλωβισμένοι στις παθογένειες του παρελθόντος.
Το δις εξαμαρτείν, ουκ... λαού σοφού!